ψάριν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

  1. Αυτός που είναι αφελής και εύπιστος, που εύκολα τον εξαπατούν.

  1. Ο νεοσύλλεκτος ή ο φαντάρος που είναι καινούργιος σε μία μονάδα.


Συνώνυμα:

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Μεγεθυντικά: ψάρακας, ψαρούκλα, ψαρούκλας

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.