άσιλα
[ˈasila]
Επίρρημα

  1. Εντελώς, απολύτως.


Παράδειγμα

  1. Πράγματι, ακριβώς έτσι, απολύτως· χρησιμοποιείται ως επιβεβαίωση σε κάτι που αναφέρθηκε.


Παραδείγματα

Ας καταχωρίσω κι ένα τετραστιχάκι
για το κυπριακό επίρρημα άσιλα
όπως το μετάφρασε η Λοφίτη: ιν ντηντ,
και πράγματι, ιντήντ είναι, όντως.

Μίμης Σουλιώτης


-Έν το πιστεύκω τούτο που εσυνέβηκε!
-Άσιλα.



Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

3 σκέψεις για “άσιλα

  • Νουρί Σιλάι

    Αν μιλάμε για την κυπριακή διάλεκτο τότε το ''άσιλα'', πολύ πιθανόν, προέρχεται από την τουρκοκυπριακή φράση ''asıl ha!" παρά την τουρκική λέξη ''aslında".
    Aslında, εν γένει, λέγεται στην κύρια ή στην πρώτη πρώταση και χρησιμοποιείται εισαγωγικά. Ενώ "asıl ha!" λέγεται, εν γένει, στην δεύτερη πρόταση για να επιβεβαιωθεί η πρώτη πρόταση.

    Και προσωπικά νομίζω ότι το ''άσιλα'' είναι συνηρημένος τύπος του ''asıl ha" -> "asıl-a"->"asıla"-> ''άσιλα''.