αζινοβούννιν
[azːinoˈvunːin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Αναπτήρας.


Παράδειγμα

αζιννοβούνιν

Προέλευση

Από τις λέξεις αζίνα 'σπίθα' και βουννώ 'ρίχνω, εκσφενδονίζω'.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.