αππάρα
[aˈpʰːaɾa]
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Φοράδα, το θηλυκό του άππαρου.

  1. Ψηλή και όμορφη γυναίκα.


Παράδειγμα

Α μάνα μου είντα αππάρα εν τούτη, αρέσκει μου πολλά!

 

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Οι αντίστοιχες λέξεις στην κοινή νεοελληνική,  φοράδα και αλόγα έχουν αρνητικές συνδηλώσεις: η αλόγα αναφέρεται σε ψηλή, αλλά άχαρη γυναίκα, ενώ η φοράδα χρησιμοποιείται απαξιωτικά, έχοντας χάσει ακόμα και την αναφορά στο ύψος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.