αροθυμώ[aɾoθiˈmo]ΡήμαΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός κατάστασηςαραθυμώ, ραθυμώ, ροθυμώ, αροχυμώΑνατριχιάζω από φόβο, φρικάρω. ΠαράδειγμαΕν σκοτεινά δαμέσα, αρκεύκω τζ̆αι αροθυμώ! Συνώνυμα: φοούμαι