αρτζ̌ίιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

αρτζ̌ίιν, αρτσ̌ίιν, αρτσ̌ίδιν

  1. Αρχίδι, όρχις.

  1. Αυτός που είναι ασήμαντος, τιποτένιος.

  1. Αυτός για τον οποίο έχουμε τη χειρότερη γνώμη, ο παλιάνθρωπος.

Προέλευση

Προέρχεται από το μσν. αρχίδι (< ελνστ. ὀρχίδιον, υποκοριστικό του αρχ. ὄρχις). Η τροπή του [o] σε [a] εξηγείται από τη συμπροφοφορά με το αόριστο άρθρο: [ena-orx] >[ enarx].

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.