βλήμμανΟυσιαστικό, ουδέτεροΚοινή αργκόΞιτιμασ̌ιάβλήμανΑυτός που είναι ανόητος, βλάκας. ΠαράδειγμαΟύλλο πελλάρες λαλείς, είσαι πολλά βλήμμαν τελικά.