γαουρόφωνος
Eπίθετο
Eπίθετο
Αυτός που έχει δυνατή και δυσάρεστη φωνή, γαϊδουροφωνάρα.
Παράδειγμα
Ήπιαμε λιο παραπάνω, αππώθηκε τζ̌΄εφκίκεν να τραγουδήσει ο γαουρόφωνος, λαλώ σου χαχά να τον πισκαλίσουν θέμας για ν' αφήκει το μιρκόφωνο.
Αυτός που έχει δυνατή και δυσάρεστη φωνή, γαϊδουροφωνάρα.
Ήπιαμε λιο παραπάνω, αππώθηκε τζ̌΄εφκίκεν να τραγουδήσει ο γαουρόφωνος, λαλώ σου χαχά να τον πισκαλίσουν θέμας για ν' αφήκει το μιρκόφωνο.