γεροπέμπερος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ιερωμένος μεγάλης ηλικίας.
Άντρας μεγάλης ηλικίας που εκδηλώνει τη σεξουαλικότητά του με χυδαίο τρόπο, πορνόγερος.
Ιερωμένος μεγάλης ηλικίας.
Άντρας μεγάλης ηλικίας που εκδηλώνει τη σεξουαλικότητά του με χυδαίο τρόπο, πορνόγερος.