(Προσθέτω κάποια σχόλια με αφορμή φεϊσμπουκική συζήτηση που είδα σχετικά με την ορθογράφηση του δήννω / δίννω)
Κατ' αρχάς δεν νομίζω να υπάρχει αμφισβήτηση σχετικά με τον τύπο αορίστου: αφού σώζεται αρχαίος τύπος έδησα, πρέπει να γραφεί με ήτα, εφαρμόζοντας την αρχή της ιστορικής ορθογραφίας: «Λέξεις που προέρχονται από την αρχαία (ή την ελληνιστική) ελληνική, καθώς και όσες παράγονται από αυτές, ορθογραφούνται όπως στην αρχαία ελληνική» (Γιώργος Παπαναστασίου [2008], «Νεοελληνική Ορθογραφία» σελ. 186).
Τόσο το έδησα, όσο και το έδεσα εμφανίζονται εκ παραλλήλου ήδη από την ελληνιστική εποχή, επομένως και οι δύο αυτοί τύποι θα μπορούσαν να σε κατοπινό στάδιο να δώσουν ενεστώτες μέσω μεταπλασμού: έδησα > δήν(ν)ω και έδεσα > δέν(ν)ω, χωρίς δηλαδή να υποτεθεί η πορεία δέν(ν)ω > δίν(ν)ω. Πιο πιθανόν δηλαδή φαίνεται τα δήν(ν)ω και δέν(ν)ω να αποτελούν παράλληλους σχηματισμούς, παρά να προέρχεται το ένα από το άλλο. Επίσης, στον Μαχαιρά (Richard Dawkins (ed.) [1932], «Leontios Makhairas, Recital Concerning the Sweet Land of Cyprus entitled Chronicle», σελ. 317: 21) σώζεται τύπος παρατατικού εδήνετον, που δείχνει ότι οι μη συνοπτικοί τύποι με /i/ ήταν ήδη σε χρήση από τότε (η απουσία του διπλού -νν- δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, εφόσον η δήλωση των διπλών συμφώνων δεν είναι συστηματική στα μεσαιωνικά κείμενα). Τύπος δήννει υπάρχει επίσης στα κυπριακά ερωτικά ποιήματα (Themis Siapkaras-Pitsillides (ed.) [1952], «Le Petrarquisme en Chypre: Poemes d΄ Amour», σελ. 294: 14).
Ανάλογη πορεία (η οποία αντικατοπτρίζεται και ορθογραφικά) έχουν και οι μεταπλασμοί των ρημάτων ψήννω, στήννω, σβήννω, αφήννω, φτύννω κτλ.
Επίσης, και συγχρονικά, νομίζω μία ορθογράφηση δήννω - έδησα κάνει (σε επίπεδο οπτικής αναγνώρισης) πιο διαφανή τη σημασιολογική σχέση των δύο τύπων, παρά το ζεύγος δίννω - έδησα.
(Προσθέτω κάποια σχόλια με αφορμή φεϊσμπουκική συζήτηση που είδα σχετικά με την ορθογράφηση του δήννω / δίννω)
Κατ' αρχάς δεν νομίζω να υπάρχει αμφισβήτηση σχετικά με τον τύπο αορίστου: αφού σώζεται αρχαίος τύπος έδησα, πρέπει να γραφεί με ήτα, εφαρμόζοντας την αρχή της ιστορικής ορθογραφίας: «Λέξεις που προέρχονται από την αρχαία (ή την ελληνιστική) ελληνική, καθώς και όσες παράγονται από αυτές, ορθογραφούνται όπως στην αρχαία ελληνική» (Γιώργος Παπαναστασίου [2008], «Νεοελληνική Ορθογραφία» σελ. 186).
Τόσο το έδησα, όσο και το έδεσα εμφανίζονται εκ παραλλήλου ήδη από την ελληνιστική εποχή, επομένως και οι δύο αυτοί τύποι θα μπορούσαν να σε κατοπινό στάδιο να δώσουν ενεστώτες μέσω μεταπλασμού: έδησα > δήν(ν)ω και έδεσα > δέν(ν)ω, χωρίς δηλαδή να υποτεθεί η πορεία δέν(ν)ω > δίν(ν)ω. Πιο πιθανόν δηλαδή φαίνεται τα δήν(ν)ω και δέν(ν)ω να αποτελούν παράλληλους σχηματισμούς, παρά να προέρχεται το ένα από το άλλο. Επίσης, στον Μαχαιρά (Richard Dawkins (ed.) [1932], «Leontios Makhairas, Recital Concerning the Sweet Land of Cyprus entitled Chronicle», σελ. 317: 21) σώζεται τύπος παρατατικού εδήνετον, που δείχνει ότι οι μη συνοπτικοί τύποι με /i/ ήταν ήδη σε χρήση από τότε (η απουσία του διπλού -νν- δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, εφόσον η δήλωση των διπλών συμφώνων δεν είναι συστηματική στα μεσαιωνικά κείμενα). Τύπος δήννει υπάρχει επίσης στα κυπριακά ερωτικά ποιήματα (Themis Siapkaras-Pitsillides (ed.) [1952], «Le Petrarquisme en Chypre: Poemes d΄ Amour», σελ. 294: 14).
Ανάλογη πορεία (η οποία αντικατοπτρίζεται και ορθογραφικά) έχουν και οι μεταπλασμοί των ρημάτων ψήννω, στήννω, σβήννω, αφήννω, φτύννω κτλ.
Επίσης, και συγχρονικά, νομίζω μία ορθογράφηση δήννω - έδησα κάνει (σε επίπεδο οπτικής αναγνώρισης) πιο διαφανή τη σημασιολογική σχέση των δύο τύπων, παρά το ζεύγος δίννω - έδησα.