διακόφκω
Ρήμα
Ρήμα
Ξεσπώ σε έντονες φωνές και διαμαρτυρίες.
Παραδείγματα
Εττούμπαρα το αυτοκίνητον του τζ̌ύρη μου, τζ̌αι μόλις το έμαθεν ενευρίασεν, άρκεψεν να φωνάζει, λαλώ σου εδιάκοφκεν!
Συνώνυμα:
εφκήκε το γαίμα πας τη κκελλέ μου, παλάρω
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Όταν η μηχανή ενός οχήματος "διακόφκει", δουλεύει στην ψηλότερη ταχύτητα και ο ήχος της ακούγεται πολύ δυνατά, εκκωφαντικά.