κορτώννω νούρονΦράσηΚοινή αργκόΠεθαίνω, τα τινάζω (κυρ. "τεντώνω την ουρά"). ΠαράδειγμαΟ σ̌σ̌ύλλος αρρώστησε τζ̌΄εκόρτωσε νούρο σε λλίες μέρες. Συνώνυμα: εκλώτσησα την σίκλα