ζάριν['z:arin]Ουσιαστικό, ουδέτεροΦράσηΕιρωνικόΝεανική γλώσσα(μτφ) Αυτός που δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι γίνεται, που είναι λίγο βλάκας. ΠαράδειγμαΣιγά σιγά να με καλάρει, με λέει "μανάρι" κι είναι φως φανάρι ότι εγώ είμαι τέλια ζάρι και θα τα φάω τα μούτρα μου. Συνώνυμα: σβηστός