ζόλος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Πολύ άσχημη μυρωδιά, μπόχα.
Παραδείγματα
Αυτός που μυρίζει πολύ άσχημα.
Παράδειγμα
Ρε εν ζώλος τούτος, πόσες μέρες έχει να λουθεί;
Πολύ άσχημη μυρωδιά, μπόχα.
Αυτός που μυρίζει πολύ άσχημα.
Ρε εν ζώλος τούτος, πόσες μέρες έχει να λουθεί;