καννίν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αυτός που είναι πολύ λεπτός, σαν καλάμι του ψαρέματος.
Παράδειγμα
Έγινες σαν το καννί, μα εν τρώεις τίποτε;
Αυτός που είναι πολύ λεπτός, σαν καλάμι του ψαρέματος.
Έγινες σαν το καννί, μα εν τρώεις τίποτε;