κκουλλάς
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που είναι ωραίος και άνετος τύπος και μάλιστα τον θαυμάζουν γι' αυτό.


Παραδείγματα

Γιατί διαβάζω cySlang; Μα... για να με θωρήσουν κι εμένα κκουλλά οι μαθητές μου!


Angela E

Προέλευση

Από το αγγλ. cool και την παραγωγική κατάληξη -ας, εμφανίστηκε στην κυπριακή μαθητική αργκό μετά το 2010. Δεν έχει σχέση με το παλιότερο κκουλλάς ή χουλλάς που σημαίνει "μπαμπούλας" και, σύμφωνα με το Γιαγκουλλή, 2005, προέρχεται από το τουρκ. kullar.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η λέξη φαίνεται ότι δημιουργήθηκε μετά το 2000 και, όταν γράφτηκε το λήμμα αυτό, ήταν σε χρήση αποκλειστικά στη μαθητική αργκό. Δεν είναι σαφές αν δημιουργήθηκε υποχωρητικά από το ρήμα κκουλ(λ)άρω ή από ευφημιστική χρήση του παλιότερου κκουλλάς 'μπαμπούλας'.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.