κούφα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Γυναίκα ύπουλη και υποκρίτρια.
Παράδειγμα
Ήρθε κι εκείνη η κούφα η μάνα του να μας πει ότι δεν ήταν ο γιος της που έφταιξε.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Επιτατική μορφή του κουφή 'οχιά', που ενισχύει τη μεταφορική σημασία της λέξης.