κωλοτιτσίροςΟυσιαστικό, διγενέςΒλ. κώλος τίτσιρος. Παραδείγματα«Κωλοτιτσίρα θέλεις ποτούτον»; (αν και δεν διευκρίνισε ποιο εννοούσε).