κωλούιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Αυτός που είναι κώλος, ο τυχεράκιας.


Παράδειγμα

Δώς μας τζ̌αι μας λίη τύχη ρε κωλούι!

γκαστόνε

Προέλευση

Υποκοριστικό του ουσιαστικού κώλος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.