κωλούινΟυσιαστικό, ουδέτεροΑυτός που είναι κώλος, ο τυχεράκιας. ΠαράδειγμαΔώς μας τζ̌αι μας λίη τύχη ρε κωλούι! ΠροέλευσηΥποκοριστικό του ουσιαστικού κώλος.