κόφκω (την) κκελλέν (κάποιου)
Φράση
Φράση
Ζητώ πολύ ψηλή τιμή, στοιχίζω πάρα πολύ.
Παραδείγματα
Γυρέφκω καμμιάν ταβέρνα εξακριβωμένα καλήν, που να μεν κόφκει κκελέ στα φαγητά.
Έκοψεν την κκελέ μας, αλλού είναι 10 ευρώ την μπουκάλα το ουίσκι, δαμέσα έβαλεν μας την 30.
Εδεχτήκαν με αρκετά πανεπιστήμια αλλά το μάστερ που θέλω να κάμω κόφκει κκελέ.