λότταΟυσιαστικό, θηλυκόΧαρακτηρισμός προσώπουΘηλυκό γουρούνι. ΠαράδειγμαΚόρη σταμάτα να τρώεις ούλλη μέρα, έγινες πασ̌ιά σαν την λόττα. Πολύ χοντρή γυναίκα. Συνώνυμα: βόρτος, βόρτισσαΑντώνυμα: ξεραντζ̌ίάρης, -ισσα -ιν/-ικον, καννί