μαυρής, μαυρούΟυσιαστικό, διγενέςΆνθρωπος από τη μαύρη φυλή. (ειδικά για το θηλ.) Οικιακή βοηθός που δεν ανήκει στη λευκή φυλή. Παράδειγμα[...] καθώς έφευγα από την δουλειά, είδα στον δρόμο ένα δυστύχημα και κατέβηκα να δω τι έγινε. Μια μαυρού από την Ασία ήταν ξαπλωμένη στον δρόμο. Την είχε χτυπήσει με το αυτοκίνητο μια ηλικιωμένη.