μαυρογέρημος
Eπίθετο
Eπίθετο
Αυτός που είναι απεριποίητος, που έχει τα χάλια του από εμφάνιση.
Παράδειγμα
Εν μπορώ να φκω έτσι έξω. Είμαι τέλεια μαυρογέρημος.
Αυτός που είναι απεριποίητος, που έχει τα χάλια του από εμφάνιση.
Εν μπορώ να φκω έτσι έξω. Είμαι τέλεια μαυρογέρημος.