ξάερφoςΟυσιαστικό, αρσενικόΝεανική γλώσσαΧαρακτηρισμός προσώπουξάδερφοςΟ στενός φίλος, ο παρέας. ΠαραδείγματαΞάερφε, είντα που κάμνεις φίλε μου; Παρατηρήσεις (γλωσσικές)Λέγεται κυρίως μεταξύ νεαρών ανδρών, και συνήθως σε εμφανίζεται σε κλητική: ξάερφε. Πηγέςhttp://www.lexigram.gr/lex/omor/%CE%BE%CE%AC%CE%B4%CE%B5%CF%81%CF%86%CF%8C%CF%82