πελλάρα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ανοησία, ανόητος λόγος ή πράξη.
Παραδείγματα
Εθύμωσα γιατί είπε μπροστά σε ούλλους ότι εν πελλάρες που λαλώ.
Αρκέψαν τσ̌' έρκουνται οι επίσημοι, γι' αυτόν ας αφήκουμεν τες πελλάρες.
Φράσεις
- είσαι η πελλάρα μου