πιθκιαβλοζάμπης, -ισσα -ικονEπίθετοΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός προσώπουΑυτός που έχει πάρα πολύ λεπτά πόδια, σαν το καλάμι της φλογέρας. ΠαραδείγματαΘυμούμαι μια ζωή την Σταυρούλλα να εν πιθκιαβλοζάμπισσα. Όποτε θωρώ τα πόθκια της έρκεται πάντα μες τον νου μου το πιθκιάβλι. Το ειρωνικόν εν ότι ενω πρίν να πάρω τα υψη έπαιζα αρκετά καλά άμμαν εψήλωσα τζιαι μετα εν μου εγιούταν γιατι εν έλεγχα το χιλιομέτριο πιθκιαβλοζάμπικο, κρεμανταλέ μου σώμαν. Συνώνυμα: καννίΑντώνυμα: βόρτος, βόρτισσα, λότταΠροέλευσηΕίναι σύνθετη λέξη από το ουσιαστικό πιθκιάβλη ''φλογέρα'' και το ουσιαστικό ζάμπα ''μπούτι''.