πιντέλλα
Ουσιαστικό, θηλυκό

Κάτι που γίνεται συνέχεια, που πάει πίντα και σε πιέζει αλλά και ψυχολογικά.


Παράδειγμα

Έσ̌ει τρεις μέρες φκάλλω πιντέλλες σκοπιά. Πότε θα φκω επιτέλους να πνάσω;

 


Συνώνυμα:

πίντελλους

Αντώνυμα:

κούνελλος

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.