πουτανούδιν

  1. Πουτανάκι, νεαρή πουτάνα ή γενικότερα νεαρή γυναίκα που κάνει κακή εντύπωση με τη συμπεριφορά της.

  1. Νεαρός ομοφυλόφιλος προσκολλημένος σε κάποιον μεγαλύτερο.


Παράδειγμα

- [...] ξέρεις πόθεν εφκύκε ο μύθος του Υδροχόου; - Όι.
- Που τον Γανημύδη. Ξέρεις ποιος ήταν τούτος; - Όι.
- Το πουτανούι του Δία!!! Έχυνε κρασί τους θεούς τα απογεύματα και την νύχτα ο Δίας 'έχυνε' του άλλα πράματα!

Προέλευση

Από το ουσ. πουτάνα με προσθήκη της υποκοριστικής κατάληξης -ού(δ)ιν.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Χαρακτηριστικό παράδειγμα λέξης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξίσου ως χαϊδευτικό και ως μειωτικό, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.