πουττίνΟυσιαστικό, ουδέτεροΚοινή αργκόΣεξουαλικόΜουνί, γυναικείο γεννητικό όργανο. ΠαράδειγμαΠουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω! (μτφ) Όμορφη γυναίκα. ΠροέλευσηΥποκοριστικό του πούττος.