πούτανος
Ουσιαστικό, αρσενικό

Μεγάλη πουτάνα, καραπουτάνα.

Προέλευση

Μεγεθυντικό του πουτάνα που δημιουργείται απλώς με την αλλαγή της μορφολογικής κατηγορίας του ουσιαστικού. Βλ. και slang.gr.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.