πούττος
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Αυτός που είναι δειλός, άτολμος.


Παραδείγματα

Ρε φίλε, μεν είσαι τέλεια πούττος, πήαινε μίλα της κοπελλούας.


Πρόεδρε, αν παραιτηθείς τωρά, είσαι πούττος!

Προέλευση

Από την ιταλική λέξη putta 'πόρνη'.


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

2 σκέψεις για “πούττος