ππιριλλίν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Η μπίλια, και ειδικότερα ο βόλος των παιδικών παιχνιδιών.
Παράδειγμα
Το μυαλό, η ικανότητα για σκέψη και κατ΄ επέκταση η προσωπική άποψη, το γούστο, αυτό που αρέσει στον καθένα.
Παραδείγματα
Φράσεις
- έν εν που το ππιριλλίν κάποιου
- κάμνω την ππιριλλίν
- μετρώ τα ππιριλιά μου
Προέλευση
Ο Κ. Γιαγκουλλής ετυμολογεί τη λέξη από το τουρκ. bürülü 'τυλιγμένος' και την ορθογραφεί ως πιριλλίν (Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, 2005).