ππιριλλίν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

πιριλλίν

  1. Η μπίλια, και ειδικότερα ο βόλος των παιδικών παιχνιδιών.


Παράδειγμα

  1. Το μυαλό, η ικανότητα για σκέψη και κατ΄ επέκταση η προσωπική άποψη, το γούστο, αυτό που αρέσει στον καθένα.


Παραδείγματα

Φράσεις

  • έν εν που το ππιριλλίν κάποιου
  • κάμνω την ππιριλλίν
  • μετρώ τα ππιριλιά μου

Προέλευση

Ο Κ. Γιαγκουλλής ετυμολογεί τη λέξη από το τουρκ. bürülü 'τυλιγμένος' και την ορθογραφεί ως πιριλλίν (Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, 2005).

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.