ππουσ̆κιά
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ύπουλη συμπεριφορά, πουστιά.
Παράδειγμα
Εχτές εκαρτέρουν σε αλλά εν ήρτες, έπαιξες μου ππουσ̆κιάν!
Συνώνυμα:
, ππουσλίκκιν
Περισσότερα ...
Ύπουλη συμπεριφορά, πουστιά.
Εχτές εκαρτέρουν σε αλλά εν ήρτες, έπαιξες μου ππουσ̆κιάν!