ππουσ̆κιά
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Η ιδιότητα του ππούστη, η ανδρική ομοφυλοφυλία.


Συνώνυμα:

, ππουσ̆λίκκιν

  1. Ύπουλη συμπεριφορά, πουστιά.


Παράδειγμα

Εχτές εκαρτέρουν σε αλλά εν ήρτες, έπαιξες μου ππουσ̆κιάν!


Συνώνυμα:

, ππουσλίκκιν

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.