1. Η πέτρα.

  1. Κάτι που είναι πάρα πολύ σκληρό.


Παραδείγματα

Το γλυκό που μας έφερεν εν τέλια ρότσος. Εν κόφκεται με τίποτε.


Έσ̌ει αποτελέσματα η γυμναστική που κάμνει.  Η τζ̌οιλιά της έγινεν ρότσος.

εύθραυστο-γ-υκό-φυστικιών-σκ-ηρό-31949853

Προέλευση

Από το ιταλικό  "roche".

Πηγές

http://wikipriaka.com/cy/word/%CF%81%CF%8C%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.