τα παίζω
Φράση

  1. Ξαφνιάζομαι ή κουράζομαι τόσο που δεν μπορώ να αντιδράσω και κάνω βλακείες.


Παράδειγμα

-Ο Κώστας εκατέβηκεν που το αυτοκίνητο τζ̌αι άρκεψε να φκάλλει τα ρούχα του με στη μέση του δρόμου! -Οι μάνα μου! Έπαιξεν τα τέλεια!

  1. (για μηχάνημα, αυτοκίνητο κλπ.) Χαλάω, καταστρέφομαι.


Παραδείγματα

Το κομπιούτερ μου έπαιξεν τα εντελώς. Εσταμάτησε ξαφνικά να δουλεύκει τζ̌αι τωρά ούτε καν ανοίει!


-Εννά αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο! -Γιατί; Αφού μια χαρά εν το αυτοκίνητο σου! -Τι λαλείς ρε;Εν άκουσες τα νέα; Έπαιξεν τα τζιαι εν σάζεται!

Φράσεις

  • έπαιξα τα

Προέλευση

Εσωτερικό δάνειο από το νεοελληνικό τα παίζω.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.