τζ̌εγκενεύκω[tʃeɲɟenéfko]ΡήμαΚοινή αργκόΤεμπελιάζω, δεν κάνω τίποτα. Παραδείγματα- Κανεί να τζ̌εγκενεύκεις ούλλη μέρα, κάμε καμιά δουλειά. Συνώνυμα: απλώννω ζάμπα