τουμάνιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

  1. Ο πυκνός καπνός.


Παράδειγμα

Ρε κλείσ' το τσιάρο τζ̌αι κάμνει τουμάνι δαμέσα!

  1. (μτφ) Βαριά και άσχημη μυρωδιά.


Παραδείγματα

Ρε εν τουμάνι τούτο το άρωμα που φορείς, μεν το ξαναβάλεις!

 


Έκλασεν ο γάρος τζαι εν τουμάνι δαμέσα!

Προέλευση

Από το τουρκ. duman 'καπνός'.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η λέξη είναι τούρκικης προέλευσης.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.