τρακοσ̌ιάρης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Άτομο χαμηλής νοημοσύνης, αυτός που δεν τα έχει τετρακόσια.
Παραδείγματα
Συνώνυμα:
φτανός, εξίκκης
Αντώνυμα:
κοψονούρης, θκιάολος
Φράσεις
- Εν τρακοσ̌ιάρης εν καταφέρνει να μοιράσει σε θκυό γάρους το άσ̌ερον.