ττρακουρημένος

Αυτός που είναι ανισόρροπος, 'βαρεμένος'.


Παράδειγμα

Ρε εν τέλεια ττακουρημένος τούτος, μιλά μόνος του!!!

 


Συνώνυμα:

Προέλευση

Από το ρήμα ττακουρώ ή ττρακουρώ 'κτυπώ', κατά τον Γιαγκουλλλή (Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, 2005) ηχομιμητικό.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.