ττόππουζος
Ουσιαστικό, διγενές

Αυτός που συμπεριφέρεται σαν άξεστος, αμόρφωτος και ανεγκέφαλος.


Παραδείγματα

Ρε μα είσαι τέλεια ττόπουζος;  Είνταλως μιλάς  έτσι στες κορούες;


ττοππουζα

Προέλευση

Από το ουσ. ττοππoύζα 'ρόπαλο με καρφιά'.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.