φάουσα
Ουσιαστικό, θηλυκό

Δύστροπη και μοχθηρή γυναίκα.


Παράδειγμα

Πότε έννα την παραιτήσεις τζείνην την φάουσαν ρε φίλε, τόσες καλές κοπέλλες έχουμεν στην παρέαν!


Συνώνυμα:

Φράσεις

  • μίαν φάουσα
  • φάουσα πελλάρα
  • φκάλλω φάουσα
  • φάουσα να βκάλεις!

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

1. Μετά το 2000, εμφανίστηκε κατ΄ αναλογία προς το θηλυκό ο αρσενικός τύπος φάουσος που σημαίνει το δύστροπο και μοχθηρό άντρα.

2. Η λέξη είναι άγνωστη στην κοινή νεοελληνική, εμφανίζεται όμως σε διάφορες διαλέκτους.

Σημειώσεις

Στην Κύπρο η λέξη δεν χρησιμοποιείται πλέον με την αρχική της σημασία, της ελκώδους δερματικής αρρώστιας, και οι ομιλητές δεν γνωρίζουν για ποια ακριβώς νόσο πρόκειται. Ο γιατρός Κύπρος Χρυσάνθης αναφέρει ότι "φάουσα = καρκίνος, φαγέδαινα, αδενική πανώλης, νομή" , 'Οι ονομασίες των νόσων κατά τους Κυπρίους', Κυπριακαί Σπουδαί, 7, σ. 94 (1945).


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

2 σκέψεις για “φάουσα

  • Κατερίνα Φραγκοπούλου

    βγάλε τη φάουσα (Κεφαλλονίτικα)= βγάλε το σκασμό
    Στο λεξικό των Γασπαρινάτων Σπ. & Μ. Γλωσσάριο και ιδιωματικές εκφράσεις στην Κεφαλονιά (2004), Αθήνα (δεν αναγράφονται εκδόσεις) αναφέρονται τα ακόλουθα:
    φάουσα (η) = δερματική αρρώστια, η γκρίνια, η διαμάχη
    φαουσιάρης (ο)= ο παράξενος, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης
    να σε φάει κακιά φάουσα= να πάθεις κακιά αρρώστια
    βγάλε τη φάουσα= πάψε να μιλάς, σκάσε