φάουσος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Δύστροπος και μοχθηρός άντρας.
Προέλευση
Νεολογικός σχηματισμός κατ' αναλογία προς το φάουσα, εμφανίζεται μετά το 2000 στον προφορικό λόγο.
Περισσότερα ...
Δύστροπος και μοχθηρός άντρας.
Νεολογικός σχηματισμός κατ' αναλογία προς το φάουσα, εμφανίζεται μετά το 2000 στον προφορικό λόγο.