φακκώ πιέλλαν
Φράση

φακκώ πιέλλες

  1. Κουράζομαι πάρα πολύ, εξαντλούμαι.


Συνώνυμα:

  1. (μτφ, για ανθρώπους και σπανιότερα για ζώα) Πεθαίνω.


Παραδείγματα

Εφάτσ̌ισεν πιέλλαν τζ̌αι ο γέρο-Μάκης, πιάννουμεν εμείς σειρά τωρά. 


Θυμάσε τον Δημητράκη στο χωρκό που εχαροπάλεφκε μες τα ρούχα; Επίεν τζ̌αι τούτος εφάτσ̌ισεν πιέλλαν.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η φράση προέρχεται από τη διαπίστωση ότι όταν αρχίσει να 'χτυπάει' η μπιέλα (εξάρτημα της μηχανής του αυτοκινήτου, που κάνει ένα χαρακτηριστικό θόρυβο όταν χαλαρώνουν τα πιστόνια του κινητήρα), συνήθως η ζημιά στη μηχανή είναι ανεπανόρθωτη.

Σημειώσεις

Screenshot (213)

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.