φτύμμαν-κόλλημαν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αυτός που μοιάζει πολύ με κάποιον ή κάτι άλλο.
Παράδειγμα
Είχεν ένα τσιουάουα ο παπάς μου, φτύμμαν-κόλλημαν η αρφή του η Ρένα!
Αυτός που μοιάζει πολύ με κάποιον ή κάτι άλλο.
Είχεν ένα τσιουάουα ο παπάς μου, φτύμμαν-κόλλημαν η αρφή του η Ρένα!