φτύμμαν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

(μτφ) Κάποιος ή κάτι που μας προκαλεί αηδία.


Παραδείγματα

- Εδοκίμασες τον καφέ δαμέ;

- Ναι, εν τέλεια φτύμμαν!


Η φάτσα του εν όπως το φτύμμαν!

Φράσεις

  • φτύμμαν-γλύμμαν
  • φτύμμαν-κόλλημαν

Σημειώσεις

Με την κυριολεκτική της σημασία, η λέξη δεν έχει τη μειωτική σημασία που εμφανίζει στην αρκγό: «Πάψετε τα μαλλώματα κ̌αι νά ‘στε αγαπημένοι γιατ’ είστε ‘πο ‘ναν φτύμμαν μου ούλλοι σας καμωμένοι» (Βασίλης Μιχαηλίδης).

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.