ψόφος
[psófos]
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Θάνατος ζώου.


Παράδειγμα

(παροιμία) Kακό σκυλί ψόφο δεν έχει.

  1. (μτφ) Πολύ κρύο,παγωνιά.


Παραδείγματα


Kλείσε το παράθυρο τζ̌αι φυσά πολλά, εν ψόφος!!!

Φράσεις

  • ψόφο να φκάλεις

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.