αμματοπόνηση
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Ο πόνος στα μάτια, η οφθαλμία.


Παράδειγμα

Boy has sore eyes after swimming in the salt water at Rangitoto Island, Hauraki Gulf, New Zealand

  1. Κίνδυνος τον οποίο θεωρούμε μηδαμινό, ασήμαντο.


Παραδείγματα

Προέλευση

< αμματοπονώ. Πρβ. εκπονώ > εκπόνηση, καταπονώ > καταπόνηση κ.τ.ό.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Πολύ συχνό στη φράση: εν η πρώτη μου αμματοπόνηση;

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.