αντακώννω
[andakónːo]
Ρήμα

Βάζω τις φωνές, επιτίθεμαι λεκτικά.


Παραδείγματα

Είπα του να κάθαρίσει το σπίτι τζ̌αι αντάκωσε μου!


Ερώτησα τους αν εγράψαν στο διαγώνισμα τζ̌αι αντακώσαν ούλλοι!!!

download (5)


Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Το ρήμα, που για πολλούς ομιλητές της κυπριακής διατηρεί την αρχική του σημασία 'αρχίζω', συντάσσεται συχνά με αντικείμενο σχετικό με την ομιλία: αντακώννω τες φωνές, αντακώννω πελλάρες... Η εξέλιξη της σημασίας σε "φωνάξω, διαμαρτύρομαι"  είναι πιθανόν να οφείλεται στη συχνή παράλειψη εκπεφρασμένου αντικειμένου.


Γράψτε απάντηση στο vikar Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Μια σκέψη για “αντακώννω

  • vikar

    Πολύ ενδιαφέρον! Στα ελλαδίτικα θα έστεκε σε πολλές περιπτώσεις ν' ακούσεις, έτσι ελλειπτικά, το παραπλήσιο «αρχίζω κάποιον». Εννοείται, στις φωνές, στο βρίσιμο, αλλα καμιά φορά και σωματικά, όχι μόνο λεκτικά: «Ο θείος έδειξε πως συμφωνούσε μαζί μου. Όταν όμως πήγαμε σπίτι και αμπαρώθηκε στα γερά η εξώπορτα, έβγαλε πάλι το αναθεματισμένο λουρί από τη μέση του και μ’ άρχισε, - να και τούτη, μασκαρά, λωποδύτη, να κι εκείνη, - πού σε πονάει και πού δε σ’ αγγίζει.» (Π. Δ. Ταγκόπουλος, Όταν τα πουλιά κελαηδάνε, http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/zwhperase/07.htm)

    (Με γειά το σάιτ!)