βουζουνόπελλος
Eπίθετο

Αυτός που είναι πολύ βούζουνος, ο τρελάρας.


Παράδειγμα

Είναι βουζουνόπελλος ο παρέας μου, αλλά λαλεί τα ίσ̌ια!

Προέλευση

Σύνθετη λέξη, από τα επίθετα βούζουνος καιπελλός.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.