βουννώ την (κάποιας)
Φράση

Γαμώ, (της) ρίχνω έναν.


Παράδειγμα

Ρε μαλάκα, εγάμησες την τζ̌είνη που φκαίννεις εδώ τζ̌' ένα μήνα; Όι ρε φίλε, ακόμα να μου κάτσει, αλλά πόψε εννά της την βουννίσω, εν πάι άλλο.


Συνώνυμα:

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Κυριολεκτικά, το ρήμα βουννώ σημαίνει 'ρίχνω, εκσφενδονίζω', ενώ η έκφραση βουννώ την (κάποιας) χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες.


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

2 σκέψεις για “βουννώ την (κάποιας)